- φθογγόσημο
- το(μουσ.), σύμβολο ή σημείο που εκφράζει την οξύτητα και τη διάρκεια ενός μουσικού φθόγγου, το σημαδόφωνο, το εκφωνητικό, η νότα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φθογγόσημο — το, Ν μουσ. καθένα από τα σύμβολα με τα οποία επιδιώκεται να αποτυπωθούν με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο οι ιδιότητες τών μουσικών φθόγγων, λ.χ. το ακριβές τονικό ύψος τους, η διάρκειά τους, η ένταση και η έκφρασή τους, στα πλαίσια μιας… … Dictionary of Greek
φερμάτα — η, Ν μουσ. α) σύμβολο που τίθεται πάνω από ένα φθογγόσημο ή από το σύμβολο μιας παύσης και υπαγορεύει χαλάρωση τής ρυθμικής αγωγής στην ανάγνωση και επιμήκυνση, σχεδόν ώς το διπλάσιο, τής διάρκειας που προβλέπει το αντίστοιχο φθογγόσημο ή σύμβολο … Dictionary of Greek
ύφεση — (Μουσ.). Όρος της μουσικής που δείχνει την αλλοίωση του ήχου ενός μουσικού φθογγόσημου κατά ένα ημιτόνιο προς τα κάτω (μπεμόλ). Το σημείο της ύ., όταν τοποθετείται πριν από ένα φθογγόσημο, το βαρύνει κατά ένα ημιτόνιο, στη δε διπλή ύ., δυο… … Dictionary of Greek
μηδέν — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι… … Dictionary of Greek
νότα — (I) η 1. μουσ. φθογγόσημο 2. χρώμα, χροιά ήχου ή τόνου 3. μτφ. άτομο ή κατάσταση που προκαλεί ευχάριστη ή δυσάρεστη διάθεση («η παρουσία του αποτέλεσε μια ευχάριστη νότα στη ζωή μας») 4. φρ. «είναι με τις νότες του» έχει τις ιδιοτροπίες του.… … Dictionary of Greek
ουτ — το φθογγόσημο ντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. λατ. ut, πρώτος φθόγγος τής ευρωπαϊκής μουσικής κλίμακας] … Dictionary of Greek
σημαδόφωνο — το, Ν φθογγόσημο τής βυζαντινής μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημάδι + φωνο (< φωνή), πρβλ. γραμμό φωνο, μαγνητό φωνο. Η λ. στον πληθ., σημαδόφωνα, μαρτυρείται από το 1878 στο Αττικὸν Ημερολόγιον] … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek
όγδοος — η, ο, θηλ. και όη (ΑΜ ὄγδοος, όη, ον, Α θηλ. και ὀγδοίη, Α συνηρ. τ. αρσ. ὄγδος) (τακτικό αριθμτ.) αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό οκτώ («όγδοο έτος») νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ογδόη α) η όγδοη βαθμίδα στις επτάφθογγες… … Dictionary of Greek
σημάδι — το ιού 1. στόχος: Δε βρήκε το σημάδι. – Τον έβαλαν στο σημάδι. 2. ουλή: Έχει σημάδια στο πρόσωπο. – Η πληγή τού άφησε σημάδια. 3. διακριτικά γνωρίσματα: Σημάδια του κορμιού. 4. προμήνυμα, ένδειξη: Τα σημάδια της καταστροφής που τους απειλούσε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)